ξεστός

ξεστός
-ή, -ό (Α ξεστός, -ή, -όν)
(συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα)
1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο
2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» — ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. ανάγλυφος, αυτός που φέρει γλυφές, γεγλυμμένος («ξεστά ξόανα»)
2. (για λίθο) πελεκημένος («λίθου ξεστοῡ καὶ ζῴων έγγεγλυμμένων», Ηρόδ.)
3. (για αντικείμενα) αυτός που έχει κατασκευαστεί από κατεργασμένο, λείο μάρμαρο
4. (για τα αφτιά τού ελέφαντα) χωρίς τρίχες, λείος, γυαλιστερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- τού ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + κατάλ. -τός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεστός — hewn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστά — ξεστός hewn neut nom/voc/acc pl ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc/acc dual ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστόν — ξεστός hewn masc acc sg ξεστός hewn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσταῖς — ξεστός hewn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσταί — ξεστός hewn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖο — ξεστός hewn masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖς — ξεστός hewn masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖσι — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖσιν — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοί — ξεστός hewn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”